Συγκρότημα κλιβάνων κεραμικής του 4ου αιώνα μ.Χ.
Στην περιοχή «Σάνη» και στην τοποθεσία Μεγάλη Κύψα, της Κασσάνδρας Χαλκιδικής, μια μοναδική, για το μακεδονικό χώρο, ρωμαϊκή αγροικία αποκαλύπτει για πρώτη φορά την αρχιτεκτονική σχέση των ρωμαϊκών κτιρίων με τους επαρχιακούς παλαιοχριστιανικούς ναούς.Πάνω στο κύμα είχε χτίσει την αγροικία του ο γαιοκτήμονας της ρωμαϊκής εποχής. Η ανασκαφή διακόπηκε το 1975 λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και ξεκίνησε πάλι με τη χρηματοδότηση του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Σάνη». Οπως επισήμανε ο αρχαιολόγος Ιωακείμ Παπάγγελος, στην τραπεζαρία της κυρίως κατοικίας, η οποία χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., δημιουργήθηκε αργότερα παλαιοχριστιανικός ναός, που λειτούργησε ώς τον 8ο αιώνα. Το εύρημα θεωρείται μοναδικό για τον χώρο της Μακεδονίας και δίνεται για πρώτη φορά στους αρχαιολόγους να μελετήσουν συνολικά έναν τέτοιο χώρο στην περιοχή. Η βασιλική που λειτούργησε στο εσωτερικό της αγροικίας αποκαλύπτει τη σχέση εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των επαρχιακών παλαιοχριστιανικών ναών του τύπου της βασιλικής με αντίστοιχα κοσμικά κτήρια της ρωμαϊκής εποχής. Η αγροικία εντοπίστηκε το 1972 σε μια εύφορη παραθαλάσσια κοιλάδα με πολλά τρεχούμενα νερά.
Στις εργασίες που ξεκίνησαν μετά αποκαλύφθηκε μια αυτοτελής γεωργική οικονομική μονάδα, της ύστερης Ρωμαιοκρατίας, οι οποίες δίνονταν ως περιουσία σε κάποιους υψηλούς αξιωματούχους. Αποτελείται από επτά κτίσματα, ένα εκ των οποίων είναι η κατοικία του ιδιοκτήτη ή του επιστάτη της αγροικίας, καθώς δεν είναι σίγουρο αν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης έζησε ή επισκέφθηκε ποτέ την αγροικία, ή απλώς έπαιρνε το εισόδημα. Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα εργατών.
Η κυρίως κατοικία παρουσιάζει πολύ μεγάλες ομοιότητες με παλαιοχριστιανική βασιλική με μεγάλο αίθριο, το οποίο περιγραφόταν από κιονοστοιχία. Μάλιστα οι κολώνες ήταν τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, καθώς το κτίριο ήταν διώροφο. Οι αρχαιολόγοι εντόπισαν 48 μαρμάρινες κολώνες. Βασικός χώρος της οικίας ήταν το τρικλίνιο, χώρος επίσημων εστιάσεων, το οποίο φαίνεται σαν να είναι το μεσαίο κλίτος της βασιλικής. Στα μέσα του 6ου αι. μ.Χ., το συγκρότημα της κυρίως κατοικίας φαίνεται πως άλλαξε χρήση και μέσα στο μεσαίο κλίτος του τρικλινίου οικοδομήθηκε χριστιανικός ναός ο οποίος συνέχισε να λειτουργεί μέχρι και τον 8ο αιώνα. Ενδιαφέρον στοιχείο του συγκροτήματος είναι επίσης ότι αποκαλύπτει τα οικονομικά ενδιαφέροντα του ιδιοκτήτη, τα οποία επεκτείνονται σε θέματα γεωργικής παραγωγής (κρασί, λάδι, σιτηρά), αλλά και βιοτεχνικής παραγωγής, με σημαντικότερη την παραγωγή κεραμικών (αγγειοπλαστική) και την επεξεργασία μετάλλων. Στον χώρο εντοπίστηκαν θραύσματα κεραμικής, λίθινο εγκόλπιο φυλακτό με απομίμηση επιγραφής, αγγεία για την αποθήκευση λαδιού και σιτηρών, αλλά και ο λίθινος μύλος για το λάδι.
Αγροικία
Η Μεγάλη Κ ύ ψ α εκτείνεται νότια των αγροτικών φυλακών Ξενοφώντος, στη δυτική ακτή της Κασσάνδρας, και καταλήγει στον όρμο της Κύψας (Όρμος Ξενοφώντος). Στα υψώματα της μεγάλης Κύψας εντοπίστηκε οικισμός που ταυτίστηκε με την ρωμαϊκή Κάψα.
Σύντομη ανασκαφική έρευνα, κατα το 1972 και το 1973, στην ακτή του κάμπινγκ Σάνη, αποκάλυψε τμήμα ρωμαϊκής αγροικίας. Η αγροικία πρέπει να καταλάμβανε ολόκληρη την περιοχή του μικρού όρμου.
Η αγροικία χρονολογήθηκε στην υστερορωμαϊκή περίοδο, και συνέχισε να ζει και κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Πρέπει να εγκαταλείφθηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο.
Εντοπίστηκαν τμήματα τριών κτιρίων, που χωρίζονται μεταξύ τους από δύο κάθετους δρόμους, μία οδό και μία πάροδο, όπως αναφέρει ο ερευνητής. Και τα τρία κτίρια είναι πολύ κατεστραμμένα και οι τοίχοι τους βρέθηκαν στο επίπεδο της υποθεμελίωσης.
Στο νότιο κτίριο αποκαλύφθηκαν τρία δωμάτια στη νότια πλευρά και τμήμα μιας αψιδωτής αίθουσας στη νότια. Το δάπεδο της αψιδωτής αίθουσας ήταν στρωμένο με ψηφιδωτό, που χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο ο χώρος μετατράπηκε σε λουτρό.
Το κτίριο βόρεια του προηγούμενου ήταν αποθηκευτικός χώρος (πιθώνας). Βρέθηκαν στη θέση του πίθοι και το δάπεδο που ήταν από πατημένο χώμα.
Δυτικά των δύο προηγουμένων κτιρίων, με μεσολάβηση δρόμου, βρέθηκε τμήμα άλλου κτιρίου και μια κυκλική κατασκευή από αργολιθοδομή και ασβεστοκονίαμα.
Ακόμη, στις επιχώσεις βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά γλυπτά: 28 τμήματα αράβδωτων κιονίσκων, 6 βάσεις, έξι κιονόκρανα (ένα εκ των οποίων με δύο ανθρώπινες μορφές και ένα με ανάγλυφο αμφορέα και το γράμμα Ε. Και τα τρία κτίρια ανήκουν σε ενιαίο συγκρότημα. Με διάφορες αλλαγές χρήσης, συνέχισαν τη ζωή τους μέχρι τον 9ο αιώνα.
Διακοσμημένα δάπεδα (Ψηφιδωτά)
Ψηφιδωτό δάπεδο για το οποίο δε δημοσιεύθηκε κανένα στοιχείο, παρά μόνο ένα σχέδιο βρέθηκε στο τρικλίνιο της αγροικίας στη Μεγάλη Κύψα. Το παλαιότερο από τα ψηφιδωτά σύνολα που εντοπίστηκαν είναι μάλλον αυτό στην αγροικία της Μεγάλης Κύψας. Βρίσκεται στο χώρο του τρικλινίου. Στην αψίδα το κύριο θέμα είναι διπλές σειρές φολίδων που εναλλάσσονται με μονές σειρές συμπλεκόμενων εξαγώνων. Το θέμα περιβάλλεται από πλαίσιο από ελισσόμενο βλαστό κισσόφυλλου, στην ημικυκλική πλευρά του δαπέδου. Στον κύριο χώρο του τρικλινίου φαρδιά ταινία που περιέχει ρόμβους εγγεγραμμένους σε ορθογώνια και γεωμετρικά και φυτικά θέματα ορίζει το κεντρικό διάχωρο. Στο κεντρικό διάχωρο που περικλείεται από πλοχμό το θέμα είναι σύνθεση οκτάρομβων σχημάτων που ανά τέσσερα ορίζουν ρόμβους και τετράγωνα εναλλάξ. Το ψηφιδωτό χρονολογείται στην αρχική οικοδομική φάση του κτιρίου (υστερορωμαϊκοί χρόνοι).
Σκελετός καμήλας στο πηγάδι της Ρωμαϊκής αγροικίας
Κατά τα έτη 2006-2007 ο αρχαιολόγος Ιωακείμ Παπάγγελλος διηύθυνε την ανασκαφή της αρχαίας αγροικίας, στην θέση Μεγάλη Κύψα της χερσονήσου της Κασσάνδρας, στην ακτή του Θερμαϊκού. Η αγροικία κτίσθηκε περί το έτος 400 μ.Χ., και με διάφορες περιπέτειες συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα. Μεταξύ των αρχαίων κατασκευών πού ερευνήθηκαν είναι και ένα μεγάλο πηγάδι, διαμέτρου 2,5 μέτρων, το όποιο φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε και για την οικοδόμηση τού κτηριακού συγκροτήματος της αγροικίας. Μέσα στο πηγάδι και σε βάθος 3,5 μ. περίπου, και πριν αναφανεί ο θερινός υδροφόρος ορίζοντας, εντοπίσαμε τον σκελετό ενός μεγάλου ζώου, το όποιο ή πετάχτηκε εκεί νεκρό, ή έπεσε μέσα και ψόφησε. Έγινε ο πρώτος καθαρισμός του σκελετού και η κληθείσα συνεργάτης αρχαιολόγος Κατερίνα Τρανταλίδου, ειδικευμένη στην ζωολογία, διαπίστωσε ότι πρόκειται για καμήλα. Ευθύς μετά έβρεξε ραγδαίως, το πηγάδι γέμισε νερό και λεπτόκοκκη αργιλική λάσπη, με αποτέλεσμα να διακοπεί η αρχαιολογική έρευνα, η όποια μέχρι σήμερα δεν επαναλήφτηκε.
Γνωρίζουμε ότι η καμήλα δεν ήταν ενδημικό είδος της Κασσάνδρας, ούτε είναι γνωστές βιβλιογραφικές πληροφορίες για παρουσία της στην χερσόνησο. Γνωρίζουμε επίσης ότι όταν έπεσε (ή όταν την έριξαν) στο πηγάδι, αυτό ήταν ήδη μερικώς καταχωμένο και πιθανότατα ξηρό. Επομένως το γεγονός πρέπει να συνέβη μετά τον 8ον αιώνα. Η ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας πιθανότατα θα μας δώσει στρωματογραφικά στοιχεία για τον προσδιορισμό της περιόδου κατά την όποια ρίχθηκε η καμήλα στο πηγάδι.
Υπάρχουν και δύο άλλα πηγάδια, σήμερα παραθαλάσσια, σε απόσταση περίπου 40 μέτρων από το πηγάδι της καμήλας. Το ένα ανήκει επίσης στην υστερορωμαϊκή αγροικία και χρησίμευε στην λειτουργία του ελαιουργείου ή του λουτρού της. Από τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες του δευτέρου, το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί, συμπεραίνεται ότι ανορύχθηκε πριν τον 18ον αιώνα, προφανώς όταν τα άλλα δύο ήσαν αχρηστεμένα και μπαζωμένα, χρησίμευε για το πότισμα των μετοχιακών ζώων και (προφανώς) για την υδροδότηση των πλοίων πού προσορμίζονταν εκεί. Η κατασκευή τον μετοχιακού πηγαδιού μας δίνει ένα χρονικό όριο, πριν από το οποίο φαίνεται ότι έπεσε η καμήλα στο πηγάδι, αλλά οριστική απάντηση μόνον η συνέχιση της ανασκαφής θα μπορούσε να δώσει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ιωακείμ Παπάγγελλος Οικονομολόγος-Αρχαιολόγος (10η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων)
ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΧΑΡΤΩΝ-ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου