Το όνομα του χωριού πολλοί το ερμηνεύουν ετυμολογικώς συνδυάζοντάς το και ανατρέχοντας στο επίθετο «πολύς» και το ουσιαστικό «χρόνος» = ο, η πολύχρονος, το πολύχρονον-«το πολύχρονον χωρίον». Με την παράλειψη του ουσιαστικού «χωρίον» το Πολύχρονον ουσιαστικοποιήθηκε και το επίθετο πολύχρονον έγινε ουσιαστικό: Πολύχρονον.
Υπάρχουν όμως πληροφορίες, στατιστικοί πίνακες και επίσημα έγγραφα αρχών, στα οποία αναφέρεται με το όνομα «Πολύχροον-Πολύ- χρουν (πολύχρωμον). Με το όνομα αυτό αναφέρεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας και μάλιστα το 19o αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η ονομασία αυτή οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα, στην πολυχρωμία των λουλουδιών, των δένδρων και των θάμνων, τα οποία στόλιζαν όλες τις πλαγιές και τα χωράφια του χωριού (δάση, χέρσα και σπαρμένα). Ιδιαιτέρως δε την Άνοιξη και μερικώς το Φθινόπωρο.
Πράγματι! «Οι μαργαρίτες, το χαμομήλι, το τριφύλλι, ο άγριος αυτοφυής βίκος, η καβαλαριά, οι παπαρούνες, το αγριοσίναπο, οι αμυγδαλιές, οι βερικοκιές, οι αχλαδιές, οι αγκορτζιές (αγριαχλαδιές), τα σπαλάθρια, τα σπάρτα, τα ρείκια και οι σουσούρες», το καθένα στον καιρό του και με το χρώμα του- άσπρο, γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο, μωβ, ροζ- σχημάτιζαν μία πολύχρωμη και ποικιλόμορφη εικόνα, η οποία δικαιολογημένα μπορούσε να δώσει και έδωσε το όνομα αυτό. Από το επίθετο πολύς και το ουσιαστικό χρώς-χρωτός (γεν.Ιωνικά χρο-ός= η επιφάνεια παντός σώματος, επιδερμίδα, δέρμα-το χρώμα της επιδερμίδας, η χροιά, το χρώμα) σχηματίσθηκε το δευτερόκλιτο τριγενές και δικατάληκτο επίθετο ο, η πολύχρο-ος, το πολύχρο-ον και συνηρημένο ο, η πολύχρους, το πολύχρουν. Από το επίθετο αυτό, παίρνοντας το ουδέτερο το πολύχροον-πολύχρουν και το ουσιαστικό «χωρίον», σχηματίστηκε το ονοματικό σύνολο το πολύχροον-πολύχρουν χωρίον.
Με την παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού «χωρίον» το επίθετο πολύχροον-πολύχρουν ουσιαστικοποιήθηκε και προήλθε το κύριο όνομα Πολύχροον-Πολύχρουν. Με το όνομα αυτό, άλλοτε το ασυναίρετο και άλλοτε το συνηρημένο, Πολύχροον-Πολύχρουν, εμφανίζεται στην ιστορική του διαδρομή επισήμως (ίσως από την εποχή της ιδρύσεώς του).
Ο λαός όμως, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα και ολιγότερο με τη λογική και καθόλου σχεδόν με τη γραμματική και την ετυμολογία, έδωσε στο χωριό το όνομα πολύχρωμο από την πολυχρωμία του τοπίου. Διότι και με το όνομα αυτό εμφανίζεται το χωριό και μάλιστα στις αρχές του 20ού αιώνα. Πώς όμως το Πολύχροον-Πολύχρουν (ή και Πολύχρωμον) έγινε Πολύχρονον, ονομασία με την οποία εμφανίζεται επισήμως από το 1928 ως ανεξάρτητη Κοινότητα και σήμερα ακόμη; Γλωσσολογικώς και γραμματικώς προέκυψε με την παρένθεση-παρεμβολή του συμφώνου ν μεταξύ των δύο ο+ο στον ασυναίρετο τύπο Πολύχροον-Πολύχρο-ν-ον= Πολύχρονον. Από το Πολύχρωμον, πιθανόν, με το νόμο της «παραφθοράς» να προήλθε το Πολύχρονον με την τροπή του ένρινου μ στο ένρινο ν και του μακρού ω στο βραχύ ο.
Υπάρχουν όμως πληροφορίες, στατιστικοί πίνακες και επίσημα έγγραφα αρχών, στα οποία αναφέρεται με το όνομα «Πολύχροον-Πολύ- χρουν (πολύχρωμον). Με το όνομα αυτό αναφέρεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας και μάλιστα το 19o αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η ονομασία αυτή οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα, στην πολυχρωμία των λουλουδιών, των δένδρων και των θάμνων, τα οποία στόλιζαν όλες τις πλαγιές και τα χωράφια του χωριού (δάση, χέρσα και σπαρμένα). Ιδιαιτέρως δε την Άνοιξη και μερικώς το Φθινόπωρο.
Πράγματι! «Οι μαργαρίτες, το χαμομήλι, το τριφύλλι, ο άγριος αυτοφυής βίκος, η καβαλαριά, οι παπαρούνες, το αγριοσίναπο, οι αμυγδαλιές, οι βερικοκιές, οι αχλαδιές, οι αγκορτζιές (αγριαχλαδιές), τα σπαλάθρια, τα σπάρτα, τα ρείκια και οι σουσούρες», το καθένα στον καιρό του και με το χρώμα του- άσπρο, γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο, μωβ, ροζ- σχημάτιζαν μία πολύχρωμη και ποικιλόμορφη εικόνα, η οποία δικαιολογημένα μπορούσε να δώσει και έδωσε το όνομα αυτό. Από το επίθετο πολύς και το ουσιαστικό χρώς-χρωτός (γεν.Ιωνικά χρο-ός= η επιφάνεια παντός σώματος, επιδερμίδα, δέρμα-το χρώμα της επιδερμίδας, η χροιά, το χρώμα) σχηματίσθηκε το δευτερόκλιτο τριγενές και δικατάληκτο επίθετο ο, η πολύχρο-ος, το πολύχρο-ον και συνηρημένο ο, η πολύχρους, το πολύχρουν. Από το επίθετο αυτό, παίρνοντας το ουδέτερο το πολύχροον-πολύχρουν και το ουσιαστικό «χωρίον», σχηματίστηκε το ονοματικό σύνολο το πολύχροον-πολύχρουν χωρίον.
Με την παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού «χωρίον» το επίθετο πολύχροον-πολύχρουν ουσιαστικοποιήθηκε και προήλθε το κύριο όνομα Πολύχροον-Πολύχρουν. Με το όνομα αυτό, άλλοτε το ασυναίρετο και άλλοτε το συνηρημένο, Πολύχροον-Πολύχρουν, εμφανίζεται στην ιστορική του διαδρομή επισήμως (ίσως από την εποχή της ιδρύσεώς του).
Ο λαός όμως, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα και ολιγότερο με τη λογική και καθόλου σχεδόν με τη γραμματική και την ετυμολογία, έδωσε στο χωριό το όνομα πολύχρωμο από την πολυχρωμία του τοπίου. Διότι και με το όνομα αυτό εμφανίζεται το χωριό και μάλιστα στις αρχές του 20ού αιώνα. Πώς όμως το Πολύχροον-Πολύχρουν (ή και Πολύχρωμον) έγινε Πολύχρονον, ονομασία με την οποία εμφανίζεται επισήμως από το 1928 ως ανεξάρτητη Κοινότητα και σήμερα ακόμη; Γλωσσολογικώς και γραμματικώς προέκυψε με την παρένθεση-παρεμβολή του συμφώνου ν μεταξύ των δύο ο+ο στον ασυναίρετο τύπο Πολύχροον-Πολύχρο-ν-ον= Πολύχρονον. Από το Πολύχρωμον, πιθανόν, με το νόμο της «παραφθοράς» να προήλθε το Πολύχρονον με την τροπή του ένρινου μ στο ένρινο ν και του μακρού ω στο βραχύ ο.
Η ίδρυση του Πολυχρόνου
και η ανεξαρτησία του σαν Κοινότητα
Για την αρχική ίδρυση του Πολυχρόνου στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα και αναπτύχθηκε στη συνέχεια, δεν υπάρχουν, παρά την ερευνητική προσπάθεια, ικανά και βέβαια ενημερωτικά στοιχεία, τα οποία να επιβεβαιώνουν ιστορικώς το γεγονός αυτό.
Για πολλές εκατοντάδες χρόνια οι γεωργο-κτηνοτροφικοί οικισμοί με τους κατοίκους τους εκεί ψηλά, πίσω από τα υψώματα και μέσα στα δάση, έζησαν απομονωμένοι και μακριά από τη θάλασσα, το μοναδικό και κυριότερο στοιχείο επικοινωνίας, για την εποχή εκείνη, με όλο τον άλλο μακρινό κόσμο. Είχαν, άλλωστε, απόλυτη αυτή την ανάγκη επικοινωνίας με τον τότε γνωστό κόσμο, διότι έπρεπε να διακινήσουν και διοχετεύσουν τα δικά τους προϊόντα προς αυτούς(ξυλεία, δημητριακά, λάδι, κρασί, μέλι) και να πάρουν και να μεταφέρουν από εκεί στον τόπο τους όσα αυτοί οι ίδιοι δεν είχαν.
Έτσι κάποια εποχή, πιθανόν στις αρχές του 11ου μ.Χ. αιώνα, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ορεινή διαμονή τους και άρχισαν σιγά-σιγά να πλησιάζουν προς τη θάλασσα. Επέλεξαν μία τοποθεσία χίλια περίπου μέτρα βορειοανατολικούς από την αρχαία Νεάπολη (ή Αιγή για κάποιους) και εκεί έκτισαν τα πρώτα σπίτια. Ήταν ένα ελαφρώς επικλινές κατηφορικό προς τη θάλασσα τμήμα της περιοχής, τριακόσια περίπου μέτρα από τη θάλασσα. Δύο λόφοι, φυσικοί μάλλον, ο «Προφήτης Ηλίας» ανατολικώς και ο «Κουτσόμυλος» ή «Κουκορόζος» δυτικώς, «δέσποζαν» στην περιοχή και μπορούσαν «ανά πάσαν στιγμήν» να ελέγχουν την όλη περιοχή και ιδιαιτέρως τον «Τορωναίο Κόλπο».
Σ’ αυτό το μέρος οι άνθρωποι έκτισαν τα πρώτα σπίτια τους με υλικά από τη γύρω περιοχή(ξυλεία, πέτρες, ασβέστης, νερό), τα οποία υπήρχαν άφθονα, λίγοι ίσως στην αρχή, περισσότεροι όμως αργότερα, ώστε σιγά-σιγά ξεπέρασε τον οικισμό και έγινε ένα μεγαλύτερο χωριό με περισσοτέρους κατοίκους και σπίτια.
Το χωριό στα κατοπινά χρόνια ακολούθησε, μαζί με όλα τα άλλα χωριά και τις πόλεις της στενότερης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, την τύχη του. Έζησε ημέρες ευτυχισμένες σε περιόδους ειρηνικές, οπότε οργανώθηκε και αναπτύχθηκε, αλλά και ημέρες δυστυχισμένες, όταν οι διάφοροι πολέμιοι επιδρομείς πολεμούσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και το στενότερο ελληνικό χώρο, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη και η γειτονική Χαλκιδική, επομένως και το Πολύχρονο.
Το Πολύχρονο συν-αποτέλεσε, μετά την απελευθέρωσή του τον Οκτώβριο του 1912, μία Κοινότητα με το Κασσανδρινό και τα Παζαράκια (Κρυοπηγή).
Στις 11 Ιουνίου του 1928 όμως, με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμόν 176 Φύλλο, τεύχος Α', της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (176 Φ.Ε.Κ., τεύχος A', 11-6-1928), αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα και αποσπάσθηκε από τα άλλα δύο χωριά (Κασσανδρινό-Παζαράκια). Από τότε αρχίζει η νεότερη Ιστορία του χωριού ως ανεξάρτητης Κοινότητας και διαρκεί ως την 31η Δεκεμβρίου του 1998 (70 χρόνια).
Η νέα Κοινότητα στεγάσθηκε αρχικώς σε ένα δωμάτιο της οικίας του Αστεριού Καϊάφα κοντά στα Παρδαλαίικα. Αργότερα μεταφέρθηκε σε ένα μικρό γραφείο σε κοινοτικό χώρο νοτίως του Αγίου Αθανασίου, όπου σήμερα στεγάζεται το Αγροτικό Ιατρείο Πολυχρόνου. Τέλος από το 1981 στεγάζεται στο σημερινό χώρο, όπου μέχρι τότε στεγαζόταν το Δημοτικό Σχολείο. Πρώτος πρόεδρος της νέας κοινότητας υπήρξε ο Γεώργιος Καϊάφας του Αθανασίου και Γραμματέας ο Γεώργιος Δαλαμάγκας του Αστερίου.
Για πολλές εκατοντάδες χρόνια οι γεωργο-κτηνοτροφικοί οικισμοί με τους κατοίκους τους εκεί ψηλά, πίσω από τα υψώματα και μέσα στα δάση, έζησαν απομονωμένοι και μακριά από τη θάλασσα, το μοναδικό και κυριότερο στοιχείο επικοινωνίας, για την εποχή εκείνη, με όλο τον άλλο μακρινό κόσμο. Είχαν, άλλωστε, απόλυτη αυτή την ανάγκη επικοινωνίας με τον τότε γνωστό κόσμο, διότι έπρεπε να διακινήσουν και διοχετεύσουν τα δικά τους προϊόντα προς αυτούς(ξυλεία, δημητριακά, λάδι, κρασί, μέλι) και να πάρουν και να μεταφέρουν από εκεί στον τόπο τους όσα αυτοί οι ίδιοι δεν είχαν.
Έτσι κάποια εποχή, πιθανόν στις αρχές του 11ου μ.Χ. αιώνα, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ορεινή διαμονή τους και άρχισαν σιγά-σιγά να πλησιάζουν προς τη θάλασσα. Επέλεξαν μία τοποθεσία χίλια περίπου μέτρα βορειοανατολικούς από την αρχαία Νεάπολη (ή Αιγή για κάποιους) και εκεί έκτισαν τα πρώτα σπίτια. Ήταν ένα ελαφρώς επικλινές κατηφορικό προς τη θάλασσα τμήμα της περιοχής, τριακόσια περίπου μέτρα από τη θάλασσα. Δύο λόφοι, φυσικοί μάλλον, ο «Προφήτης Ηλίας» ανατολικώς και ο «Κουτσόμυλος» ή «Κουκορόζος» δυτικώς, «δέσποζαν» στην περιοχή και μπορούσαν «ανά πάσαν στιγμήν» να ελέγχουν την όλη περιοχή και ιδιαιτέρως τον «Τορωναίο Κόλπο».
Σ’ αυτό το μέρος οι άνθρωποι έκτισαν τα πρώτα σπίτια τους με υλικά από τη γύρω περιοχή(ξυλεία, πέτρες, ασβέστης, νερό), τα οποία υπήρχαν άφθονα, λίγοι ίσως στην αρχή, περισσότεροι όμως αργότερα, ώστε σιγά-σιγά ξεπέρασε τον οικισμό και έγινε ένα μεγαλύτερο χωριό με περισσοτέρους κατοίκους και σπίτια.
Το χωριό στα κατοπινά χρόνια ακολούθησε, μαζί με όλα τα άλλα χωριά και τις πόλεις της στενότερης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, την τύχη του. Έζησε ημέρες ευτυχισμένες σε περιόδους ειρηνικές, οπότε οργανώθηκε και αναπτύχθηκε, αλλά και ημέρες δυστυχισμένες, όταν οι διάφοροι πολέμιοι επιδρομείς πολεμούσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και το στενότερο ελληνικό χώρο, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη και η γειτονική Χαλκιδική, επομένως και το Πολύχρονο.
Το Πολύχρονο συν-αποτέλεσε, μετά την απελευθέρωσή του τον Οκτώβριο του 1912, μία Κοινότητα με το Κασσανδρινό και τα Παζαράκια (Κρυοπηγή).
Στις 11 Ιουνίου του 1928 όμως, με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμόν 176 Φύλλο, τεύχος Α', της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (176 Φ.Ε.Κ., τεύχος A', 11-6-1928), αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα και αποσπάσθηκε από τα άλλα δύο χωριά (Κασσανδρινό-Παζαράκια). Από τότε αρχίζει η νεότερη Ιστορία του χωριού ως ανεξάρτητης Κοινότητας και διαρκεί ως την 31η Δεκεμβρίου του 1998 (70 χρόνια).
Η νέα Κοινότητα στεγάσθηκε αρχικώς σε ένα δωμάτιο της οικίας του Αστεριού Καϊάφα κοντά στα Παρδαλαίικα. Αργότερα μεταφέρθηκε σε ένα μικρό γραφείο σε κοινοτικό χώρο νοτίως του Αγίου Αθανασίου, όπου σήμερα στεγάζεται το Αγροτικό Ιατρείο Πολυχρόνου. Τέλος από το 1981 στεγάζεται στο σημερινό χώρο, όπου μέχρι τότε στεγαζόταν το Δημοτικό Σχολείο. Πρώτος πρόεδρος της νέας κοινότητας υπήρξε ο Γεώργιος Καϊάφας του Αθανασίου και Γραμματέας ο Γεώργιος Δαλαμάγκας του Αστερίου.
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ ΧΡ. ΖΑΓΚΑΣ
ΠΟΛΥΧΡΟΝΟ Ένα χωριό στη ροή της ιστορίας (1986)
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΛΑΜΑΓΚΑΣ
Το Πολύχρονο στα χρόνια τα παλιά... (2003)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β. ΚΑΪΑΦΑΣ
ΤΟ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 1940, 1950 & 1960 (2009)
ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ :
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου