Η ανέγερση αυτού του ξωκλησιού συνδέεται με μια ρομαντική και σκαμπρόζικη ιστοριούλα, με πρωταγωνιστή τον αιγοβοσκό Παρδάλη που το σπίτι του στο Κασσανδρινό σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια. Ο Παρδάλης λοιπόν βοσκούσε το κοπάδι του από κατσίκια στην περιοχή αυτή και το μαντρί το είχε φτιάξει στο λοφίσκο που προανάφερα κοντά σε ένα σωρό από μαυρισμένες πέτρες. Η παράδοση μας πληροφορεί πως στο μέρος αυτό ήταν παλιά εκκλησία (ίσως και Βυζαντινός οικισμός σ’ όλο το πλάτωμα του μικρού λεκανοπεδίου) που την έκαψαν οι Τούρκοι στο χαλασμό της Κασσάνδρας κατά την επανάσταση του 1821. Ο Παρδάλης τύπος μοναχικός και θεοφοβούμενος, πολλές φορές που ξάπλωνε για ύπνο τυλιγμένος στην κάπα του, ίσως σκεφτόταν το ιστορικό της καταστροφής της εκκλησίας κι έπλαθε με τη φαντασία του σχετικές με το ιστορικό αυτό εικόνες που αναπλάθονταν στα όνειρα του. Όπως ήταν και θεοφοβούμενος, κι ονειροπαρμένος είδε ένα βράδυ εκείνης της χρονιάς(1925) ένα σημαδιακό όνειρο. Πως ήρθε τάχα στο όνειρο του αυτό, ο Αϊ-Γιωργής και του έδωσε εντολή-διαταγή να πάει στο χωριό, να βρει τον Παπαδημήτρη και να του πει πως κάτω από το σωρό με τις μαυρισμένες πέτρες ήταν η εκκλησιά του που κάηκε στον καιρό της Τουρκίας και έπρεπε να την ξαναχτίσουν στην ίδια θέση, και του επέστησε την προσοχή να μη ξεχάσει την εντολή-διαταγή που του έδωσε.
Η ανέγερση αυτού του ξωκλησιού συνδέεται με μια ρομαντική και σκαμπρόζικη ιστοριούλα, με πρωταγωνιστή τον αιγοβοσκό Παρδάλη που το σπίτι του στο Κασσανδρινό σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια. Ο Παρδάλης λοιπόν βοσκούσε το κοπάδι του από κατσίκια στην περιοχή αυτή και το μαντρί το είχε φτιάξει στο λοφίσκο που προανάφερα κοντά σε ένα σωρό από μαυρισμένες πέτρες. Η παράδοση μας πληροφορεί πως στο μέρος αυτό ήταν παλιά εκκλησία (ίσως και Βυζαντινός οικισμός σ’ όλο το πλάτωμα του μικρού λεκανοπεδίου) που την έκαψαν οι Τούρκοι στο χαλασμό της Κασσάνδρας κατά την επανάσταση του 1821. Ο Παρδάλης τύπος μοναχικός και θεοφοβούμενος, πολλές φορές που ξάπλωνε για ύπνο τυλιγμένος στην κάπα του, ίσως σκεφτόταν το ιστορικό της καταστροφής της εκκλησίας κι έπλαθε με τη φαντασία του σχετικές με το ιστορικό αυτό εικόνες που αναπλάθονταν στα όνειρα του. Όπως ήταν και θεοφοβούμενος, κι ονειροπαρμένος είδε ένα βράδυ εκείνης της χρονιάς(1925) ένα σημαδιακό όνειρο. Πως ήρθε τάχα στο όνειρο του αυτό, ο Αϊ-Γιωργής και του έδωσε εντολή-διαταγή να πάει στο χωριό, να βρει τον Παπαδημήτρη και να του πει πως κάτω από το σωρό με τις μαυρισμένες πέτρες ήταν η εκκλησιά του που κάηκε στον καιρό της Τουρκίας και έπρεπε να την ξαναχτίσουν στην ίδια θέση, και του επέστησε την προσοχή να μη ξεχάσει την εντολή-διαταγή που του έδωσε.
Την άλλη μέρα ο Παρδάλης ασχολήθηκε με τη βοσκή του κοπαδιού του και με μερεμέτια στο μαντρί και ξέχασε εντελώς τι του είπε ο Άγιος την περασμένη νύχτα. Το βραδύ σαν αποδείπνησε λιτά όπως πάντα και κοιμήθηκε, είδε πάλι τον Άγιο να τον επισκέπτεται στο όνειρο του και να του λέει χολωμένος αυτή τη φορά και σε έντονο ύφος, σχεδόν υβριστικά: «Βρε παλιάνθρωπε, τι σου είπα να κάνεις χτες, βράδυ; Γιατί παναθεμάσε δεν πήγες να βρεις τον παπά κατά πως σε διέταξα; Πρόσεξε Παρδάλη γιατί θα αγριέψω, θα θυμηθώ την παλιά μου δουλειά στο στρατό και τότε αλίμονο σου κακομοίρη μου».
Ο Παρδάλης ταραγμένος απ τα απειλητικά λόγια του Αγίου ξύπνησε, έτριψε τα μάτια του για λίγο αλλά δεν άργησε να πέσει πάλι στην αγκαλιά του Μορφέα, πιστεύοντας πως είδε ένα ανόητο όνειρο και τίποτε άλλο. Την άλλη μέρα την πέρασε παίζοντας στη φλογέρα του το σκοπό ενός ερωτικού τραγουδιού που το τραγουδούσε παλιά όταν ήταν ερωτευμένος με μια κοπελιά του χωριού που αργότερα έγινε γυναίκα του. Έτσι ξέχασε και τα όνειρο και τον Άγιο και δεν πήγε στο χωριό. Το βράδυ γύρισε τα γίδια του στο μαντρί, άρμεξε τις γαλάρες γίδες, δείπνησε πρόχειρα και λιτά όπως πάντα και πλάγιασε να κοιμηθεί δίπλα στην αμπουριά (είσοδο) του μαντριού. Στο πρωτοΰπνι ήταν ακόμα όταν ένιωσε μια δυνατή σφαλιάρα στο δεξί του μάγουλο κι άκουσε μια θυμωμένη φωνή να του λέει: «Πάλι δεν πήγες εκεί που σε διέταξα ε; Πάρε ακόμα μια σφαλιάρα και να δούμε θα πάς τώρα για δε θα πάς;» κι ένιωσε, ο φουκαράς μια άλλη δυνατή σφαλιάρα στο άλλο του μάγουλο. Όλα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Παρδάλης ξύπνησε κάθισε ανακούκουρα κι έπιασε με τις χούφτες του τα δυο αναψοκοκκινισμένα απ τις σφαλιάρες μάγουλα του, τρομοκρατημένος. Στη στιγμή σηκώθηκε, πέταξε την κάπα του και κατρακύλησε πιλαλώντας την κατηφόρα για το χωριό μέσα στην αγρία νύχτα. Το πότε έφτασε στο χωριό ούτε που το κατάλαβε.
Κόντευαν μεσάνυχτα σαν έφτασε στο χωριό κι άρχισε να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησιάς σε ρυθμό ειδοποίησης για πυρκαγιά. Το χωριό αναστατώθηκε. Όλοι οι χωριανοί πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους και μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού και σταυροκοπήθηκαν σαν είδαν τον Παρδάλη να χτυπά συνέχεια την καμπάνα, χωρίς ν’ απαντά στις ερωτήσεις που του έκαναν. Κάποτε συνήλθε από τον πανικό που τον κατείχε και είπε στον παπά που τον έβλεπε κι αυτός περίεργα και φοβισμένα: «Παπά μ η ΑΪ Γιώρς ήρτι στου νύπνου μ κι μι είπι να σι που να φκιάστι τν ικκλησία τ. Καν του κουλάϊ σ παπά μ ιγώ πααίνου στα γίδια». Έτσι στα 1925 με εισφορές χρηματικές και προσωπική εργασία των Κασσαντρινιωτών έγινε το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη κι όλοι πίστεψαν στα λόγια του ταλαίπωρου του Παρδάλη και στο θαύμα που έγινε να φανερωθεί σ’ αυτόν ο Άγιος και να του ζητήσει να κάνει ότι τον διέταξε.
Πρέπει να καταγραφεί ακόμα και κάτι που έγινε λίγα χρόνια αργότερα που πολύ δύσκολα μπορεί να το θεωρήσει κανένας σαν σύμπτωση και να μη σκεφτεί μεταφυσική ενέργεια, δηλαδή θαύμα. Τρία μέτρα από την είσοδο του ξωκλησιού υψωνόταν μια τεράστια βαλανιδιά με διάμετρο ενάμισι μέτρα περίπου και με τρία κλωναροσταυρώματα. Το ένα κλωνάρι απ αυτά το πιο χοντρό απλωνόταν παράλληλα με τη στέγη του ξωκλησιού κι ακριβώς πάνω απ’ αυτή. Ήταν Άνοιξη. Ένα απόγευμα ξέσπασε μια ξαφνική καταιγίδα με αστραπόβροντα μεγάλης έντασης. Ένας κεραυνός έπληξε το θεόρατο δέντρο στα σταυρώματα και ξεσκλείδισε το χοντροκλώναρο που κρεμόταν πάνω από τη στέγη και παράλληλα προς αυτή όπως προανάφερα. Κανονικά το ξεκομμένο χοντροκλώναρο της βαλανιδιάς έπρεπε να πέσει πάνω στη στέγη και να την κάνει συντρίμμια αφού το βάρος του ήταν πάνω από ενάμισι τόνο. Αυτό όμως δεν έγινε γιατί το κλωνάρι έκανε μια κλίση 90 μοιρών και έπεσε μπροστά στην πόρτα σε απόσταση ενός μέτρου από τον τοίχο και παράλληλα προς αυτόν χωρίς να σπάσει ούτε ένα κεραμίδι. Το κλωνάρι αυτό το κόψαν και το πήραν οι χωριανοί για καυσόξυλα στις αρχές της κατοχής. Σύμπτωση ήταν το πιο πάνω επεισόδιο ή θαύμα; Δεν ξέρω, ούτε έχω άποψη για το πραγματικό αυτό περιστατικό. Οι περισσότεροι στο χωριό το θεώρησαν θαύμα.
Πηγή:Πολιτιστικός Σύλλογος Κασσανδρινού
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου