O Λουμπούτ πασάς ξεκίνησε από Θεσσαλονίκη, με το ασκέρι του, για την Κασσάνδρα, με πρώτο σταθμό το χωριό Άγιος Μάμας. Λέγεται ότι εκεί συναντήθηκε με τον παπά- Στρατή ο οποίος του πρόδωσε το γνωστό ύποπτο-ρηχό μέρος της διώρυγας.
Στη συνέχεια ο Λουμπούτ έστειλε, με τον Εβραίο συνεργάτη του, Ιωσήφ Περέζ, επιστολή στους επαναστάτες με την οποία τους καλούσε να καταθέσουν τα όπλα υποσχόμενος βέβαια γενική αμνηστία. Παρόντες στην ανάγνωση της επιστολής αυτής ήταν: ο Ε. Παππάς, ο Μεγάλος Γιαννιός, ο Αβραάμ από τη Βάβδο, ο Κατσάνης από την Άθυτο, ο καπετάν Αναστάσης από τα Παζαράκια, και ο Μαυρουδής Παπαγεωργάκης από τον Πολύγυρο. Όλοι αυτοί οι μαχητές απέρριψαν φυσικά με αγανάκτηση την Τουρκική αυτή πρόταση. Αναφώνησαν όπως ήταν φυσικό το γνωστό « μολών λαβέ». Ο Λουμπούτ έμεινε κατάπληκτος.
Έτσι ένα βράδυ, την πρώτη Νοεμβρίου 1821 (με το παλιό ημερολόγιο), εορτή των Αγίων Αναργύρων, ξημέρωμα, (ώρα 1:30 πρωινή) ο Λουμπούτ πασάς επιτέθηκε τους Κασσανδρινούς μαχητές με το εξής στρατηγικό σχέδιο.
Ύστερα από έντονα πυρά πυροβολικού, στο Ανατολικό μέρος (Τορωναίος κόλπος) της διώρυγας, ενήργησε αλλεπάλληλες επιθέσεις πεζικού και ιππικού στο ίδιο αυτό μέρος. Έτσι η μεγάλη μάζα των Κασσανδρινών μαχητών μετατοπίστηκε προς το Ανατολικό μέρος όπου γινόταν η μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Στο Δυτικό μέρος της διώρυγας (Θερμαϊκός κόλπος) παρέμεινε ο Μεγάλος Γιαννιός, ως αρχηγός, με λίγους μόνο μαχητές. Κάποια όμως στιγμή ένα μεγάλο τμήμα του Τούρκικου στρατού μετατοπίστηκε αιφνίδια προς το Δυτικό μέρος. Είχαν προφανώς την πληροφορία ότι εκεί ήταν ρηχά τα νερά και αφού έριξαν σάκους με μαλλιά και χώμα, σανίδια, βαρέλια και κλαδιά κατόρθωσαν να περάσουν, τακτικά τμήματα του στρατού τους, μέσα στην Κασσάνδρα, στα νώτα δηλαδή των ολίγων μαχητών του μεγάλου Γιαννιού, τους οποίους και εξουδετέρωσαν. Το κακό συνέχισε και με τους άλλους μαχητές και τελικά ακολούθησε ο γνωστός «χαλασμός» της Κασσάνδρας.
Η παράδοση λέει ότι έγιναν μάχες και στα υψώματα του Πίνακα, της Κύψας και της Παλιόχωρας. Σχετικά δημοτικά τραγούδια αναφέρουν επίσης ότι έγιναν μάχες και στην Επάνω-χώρα, Λεκάνη,Παλαιόκαστρο, Στενάδια και υψώματα Αγίου Παντελεήμονα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία αυτή περιοχή είναι και σήμερα γνωστή με την τοπωνυμία «Ελληνικά».
Ο απολογισμός αυτού του αγώνα υπήρξε φρικτός. Πάνω από 10.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν και ο αριθμός των αιχμαλώτων άγνωστος. Η Κασσάνδρα έγινε «ολοκαύτωμα» των απίστων. Κανείς δεν ξέφυγε από το γιαταγάνι των Μουσουλμάνων και τη φωτιά των Εβραίων. Να πως περιγράφει αυτό το γεγονός, ο εφημέριος της Βάλτας Παπαγιώργης. «Ήμουν τότε εφημέριος στη Βάλτα. Κρύφτικα στο ταβάνι της εκκλησίας και από εκεί, επί 3 μέρες, μπόρεσα να παρακολουθήσω τις φρικαλεότητες που γίνονταν μπροστά στα μάτια μου. Η εκκλησία λεηλατήθηκε το ιερό μιάνθηκε. Το χωριό ήταν μέσα στις φλόγες. Ο ναός του Κυρίου χρησίμευε για στρατηγείο και καταφύγιο των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. Έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν, τραγουδούσα και μοίραζαν τα λάφυρά τους. Είδα να διαδραματίζονται πράξεις μιας κτηνωδίας πιο μισητής ακόμη. Άκουσα τους οδυρμούς και τα κλάματα των παιδιών που έπεσαν στα χέρια τους. Άκουσα τα μικρά αυτά πλάσματα να καταργούνται μέσα στην απελπισία τους τον ουρανό και τον Δημιουργό. Τα πτώματα έφραζαν τους δρόμους του χωριού κάτω από τα πόδια των χριστιανών, καρφώνονταν στους τοίχους και στα δένδρα και άναβαν φωτιές στη στιγμή. Δεν λυπούνταν ούτε τις γυναίκες. Είδα τους δήμιους να αρπάζουν τα παιδιά από την αγκαλιά των μανάδων τους και να τα τινάζουν στον αέρα ή να συντρίβουν το κεφάλι τους στο καλντερίμι και άλλα πολλά…»
Έτσι το «ολοκαύτωμα» της Κασσάνδρας είχε ολοκληρωθεί. Η γραφική και πευκόεσα Κασσάνδρα είχε μεταβληθεί σε άχαρο τοπίο, ενδιαίτημα γλαυκών και ορνέων με διεσπαρμένα εδώ και εκεί νεκρά σώματα αγωνιστών άταφα και άκλαφτα. Τα αγριοπούλια πετούσαν σκιαγμένα εδώ και εκεί και ο κόρακας έκραζε ολημερίς από ψηλά ώστε και πάλι ο λαϊκός ποιητής να τον ρωτήσει περίλυπα ήθελε: « Τι κλαις καημένε κόρακα , τι έχεις και όλο σκούζεις. Μη να διψάς για αίματα μη να πεινάς για λέσια? Πέρασε από τα Κύψελα και μέσα από τη χώρα, πέρασε από τον Πίνακα και σύρε στο Παλιόκαστρο και στην επάνω χώρα. Εκεί είναι τα αίματα εκεί είναι τα λέσια…»
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η θυσία όλων εκείνων των παλληκαριών της ηρωικής Κασσάνδρας δεν απέβη «επί ματαίω». Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι ο αντιπερισπασμός που έφερε στους Τούρκους η επανάσταση αυτή ήταν σοβαρός και μακροχρόνιος. Καθήλωσε επί εξάμηνο σχεδόν ισχυρές Τούρκικες δυνάμεις, στη Χαλκιδική γενικότερα μακριά δηλαδή από τις πολεμικές τους επιχειρήσεις στη Νότια Ελλάδα όπου βέβαια η επανάσταση « για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία είχε ήδη ξεσπάσει.
Ο πόλεμος αυτός των τότε Κασσανδρινών μαχητών, με τους 6 Τούρκους πασάδες, αποτελεί ίσως το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός κατά την μακραίωνα ιστορία της Κασσάνδρας.
ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Ομοτ. Καθηγητής ΑΠΘ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου